- φυτόζωα
- τα, Νβιολ. παλαιότερη γενική ονομασία πολλών ασπόνδυλων ζώων που μοιάζουν λίγο πολύ με φυτά ως προς την εμφάνιση ή τον τρόπο αύξησής τους, αλλ. ζωόφυτα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytozoon < φυτό + ζῴο. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Γεώργ. Ιωαννίδη].
Dictionary of Greek. 2013.