φυτόζωα

φυτόζωα
τα, Ν
βιολ. παλαιότερη γενική ονομασία πολλών ασπόνδυλων ζώων που μοιάζουν λίγο πολύ με φυτά ως προς την εμφάνιση ή τον τρόπο αύξησής τους, αλλ. ζωόφυτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytozoon < φυτό + ζῴο. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Γεώργ. Ιωαννίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φυτοζωώ — Ν 1. (για πρόσ.) ζω σαν φυτό, ζω παντελώς στερημένη ζωή 2. μτφ. περιπίπτω ή βρίσκομαι σε μαρασμό («ο τουρισμός φυτοζωεί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόζωα. Το ρ., στον λόγιο τ. φυτοζῳῶ, μαρτυρείται από το 1853 στον Αν. Κωνσταντινίδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”